Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΟΛΑ Η ΤΙΠΟΤΑ

Πιάστηκα στο κενό του όλα.. στο όλα της φιγούρας μου.. της σκιάς μου.. στο όλα του τίποτα και στο όλα του τώρα.. πόσο ποτέ…?? Πόσο λίγο.. πόσο καθόλου…? Όνειρα που βρίσκεις απαντήσεις μόνο όταν βρίσκεις εσένα.. μόνο όταν βρίσκω εμένα.. σκόρπιες ιστορίες που χτίζουν ένα υπέροχο παζλ.. υπέροχο?? Απλά αληθινό. Η συνειδητοποίηση το κάνει υπέροχο.. και μαγικό.. και μετά εξαναγκαστικό. Τι κουβαλώ?? Το κουβαλώ. Με ο, τι  χρώμα κι αν έχει, όποια μυρωδιά, σε ότι σχήμα, όσο βαρύ κι αν είναι.. Κι άλλες φορές το σπάω σε μικρά κομματάκια, κι άλλες το κάνω μια μάζα μεγάλη.. διογκωμένη.. Δουλεύω τις πλαστελίνες μου να τους δώσω μορφή.. Φιγούρες αταίριαστες μοιάζουν μα τόσο ίδιες.. γιατί εγώ είμαι ίδια.. Αλλάζει μόνο η αύρα τους.. η αύρα μου.. οι σταγόνες της υγρασίας ή τα νεφελώματα ή τα τσουχτερά κρύα παγάκια.. ροκανίζουν όλα τα στρώματα του κορμιού σου και μετά τα γλύφουν όπως τα πληγωμένα σκυλιά.. αργά, εξασθενισμένα και μετά λυσσασμένα.. χαλασμένοι σιελογόνοι αδένες.. Τρέχω να προλάβω.. τι?? Τρέχω να με προλάβω.. Ό, τι δεν άρχισε δεν θα αρχίσει ποτέ.. 

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Μυστικέ διαβάτη μην αναρωτιέσαι που θα πας. Μην απελπίζεσαι που δεν βρίσκεις το δρόμο. Μην αφήνεις τα φανάρια να σε τρελαίνουν. Μη βιάζεσαι , μη τρέχεις. Μην ανασαίνεις γρήγορα και άσε τη καρδιά σου να ξεκουραστεί. Βιαστικέ διαβάτη μη σέρνεις τα πόδια σου. Προσπέρνα τα φανάρια, πάρε το πόδι σου από το φρένο. Άσε τα μαλλιά σου να παραδοθούν στον αέρα. Αυτός ξέρει που θα τα πάει.. Περαστικέ διαβάτη μη συλλογιέσαι τα ασυλόγιστα.. μη σαγηνεύεις τον κόσμο, τον ήλιο, τα πουλιά.. Μη παγώνεις το βλέμμα και μη σκιάζεσαι. Αφήσου μοναχικέ διαβάτη, αφήσου σε όσα ονειρεύεσαι, μη φοβάσαι.. Τα όνειρα είναι δικά σου, δε θ’ αφήσω κανέναν να στα πάρει. Μη κρύβεσαι τρελέ διαβάτη. Η τρέλα σου είναι ότι πιο αληθινό έχεις, μη την κρύβεις μες τα δυο σου χέρια. Μυστικέ διαβάτη μην αναρωτιέσαι που θα πας.. Είσαι ήδη στο σωστό δρόμο.. 

ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ...



Σε γνώρισα χθες.. ή αύριο.. μέσα στα πιο φθηνά μπουρδέλα.. ή στα πιο ακριβά σαλόνια.. το ίδιο κάνει…σε μία από τις πιο σύντομες παραστάσεις ή σε μία από τις πιο μακρόσυρτες πραγματικότητες.. ήσουν εκεί.. πορτρέτο και ομοίωμα μέσα στο κεφάλι μου.. ίδιες πινελιές, ίδια χρώματα, ίδιες μουτζούρες, ίδια σκηνικά…ίδιες γκριμάτσες, ίδια ανώμαλα, υγρά μάτια. Σαν από σύννεφο ομίχλης η κατάσταση να μη μπορώ να διακρίνω, να τσούζουν τα μάτια μου, τα ανώμαλα υγρά μου μάτια.. τσόντες που σκηνοθετούμε και δεν παίζουμε, σαν από κάρβουνο οι γραμμές των κορμιών μας, χοντρές και απροσδιόριστες.. χαμηλωμένα τα μάτια μου ενώ ξέρεις πως σε γδύνω, το χέρι μου κοντό ενώ ήδη σε χαιδεύω πολύ χαμηλά.. η γλώσσα μου στραγγαλισμένη ενώ νιώθεις πως χορεύει στους πιο τρελούς ρυθμούς.. Χαράχτηκαν οι εικόνες μας και δε μπορώ να διακρίνω πια.. Μόνο τις νιώθω και τις ταξιδεύω στο κεφάλι μου.. Τις σεργιανάω κι αυτές για να μη βαρεθούν και μου φύγουν…και τις χάσω.. Τις στολίζω και τις σκέφτομαι, τις αρωματίζω και τις χαζέυω.. και τις μυρίζω.. και τις ξεχνώ.. Όχι, ποτέ δεν τις ξεχνώ.. Απλά τις κλείνω στα κουτάκια της ψυχής μου.. και που και που τις ξαναανοίγω..
          Σε γνωρίζω κάθε φορά σαν ξυπνάω.. κάθε φορά που ανοίγω και  κλείνω τα μάτια, που χορεύω μεθυσμένη ή ξεμέθυστη.. που νοσταλγώ στιγμές ή που το είναι μου προσπαθεί να τις ξεχάσει..
          Θα σε γνωρίσω όταν και αν.. Όταν δω ότι με βλέπεις , όταν μυρίσω ότι με μυρίζεις, όταν γευτώ ότι με γευτείς, όταν ακούσω ότι με ακούς, όταν σε αγγίξω και με αγγίζεις ήδη..

Βιάστηκα πάλι.. φευγιό. Πίσω και μπρος.. Στ’ αφτιά μου μέσα να μιλάς, ψιθυριστά για να σ’ ακούω και να με αγγίζεις απαλά για να σε νιώθω και όταν θες την ερημιά σου να με αφήνεις να σε αφήσω..
          Όταν και αν μας γνώρισα..

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΕΛΕΥΘΕΡΑ

'Ετσι μου είπαν κι έκανα. Να ρίξω στη θάλασσα νερό και φως στον ήλιο. Έτσι τους είπαν και έκαναν. Να ρίξουν λίγη μαυρίλα στον έρωτα και να δυναμώσουνε τον πόνο. Όπου υπάρχει ευτυχία να τη σκοτώσουν και όπου τα τριαντάφυλλα γεννιούνται κόκκινα να τα εξολοθρεύσουν. Τα κρίνα να μη φυτρώνουν κατά γης, μα μόνο στους αέρες.. Έτσι τους είπαν κι έκαναν.

Και ήρθαν τα φθινόπωρα και οι χειμώνες. Και η θάλασσα ξεχείλισε νερό και ο ήλιος έκαιγε τα δέρματά τους. Ο έρωτας έγινε μουτζούρα που δεν άγγιζε πια την καρδιά τους και ο πόνος αμβλύνθηκε και δεν τους άφηνε πια να βλέπουν όνειρα.. Η ευτυχία ταξίδευε, μα ποτέ πάνω από τα κεφάλια τους και τα τριαντάφυλλα γεννιούνταν άσπρα, ροζ, πορτοκαλί, μα ποτέ κόκκινα. Τα κρίνα ανέμιζαν στους αιθέρες μα ποτέ η γης δεν τα χάρηκε.. Κι έτσι ήταν όλοι τους καλά.. Έτσι όπως έπρεπε να γίνει.

Κοπήκαν οι ανάσες τους μ' ένα ''πρέπει'' και φούντωσαν ξανά μ'ένα ''γιατί''. Γιατί απάντηση δεν πήραν, μόνο ένοιωθαν. Ένοιωθαν τον αέρα αδύναμο και την καρδιά τους λίγη. Μ΄αυτό το λίγο τους αρκούσε. Ήσαν και πάλι ζωντανοί. Μόνο που έβλεπαν δυο μάτια, μόνο που άγγιζαν ένα κορμί.. Κι αφουγκράζονταν.. Κατάπιναν την αίσθηση αμάσητη, αυθεντική..

Έτσι τους είπαμε και κάναν. Ένα τσίρκο ελεύθερο.. ελεύθερο!

ΟΡΦΑΝΕΨΑ


Ορφάνεψα το δειλινό που δεν ακούμπησα τα χείλη σου. Μία αίσθηση απαλότητας και απλότητας.. Δεν την ένιωσα.. Μου τη χάριζες καιρό απλόχερα, όταν μπήκε λίγο φως στα σκοτάδια σου. Μία αίσθηση γαλήνης και αναταραχής να περιπλέκονται, να γίνονται σαν καπνοί που ανακατεύονται με μυρωδιές. Μία αγκαλιά, σαν κύμα που σε παρασύρει αργά, σα να καταλαβαίνει την ευθραυστότητά σου..  μη σε ξεβράσει.
  Ταπεινά είν΄ τα μάτια σου, κοίτα με.. Μόνο μαζί σου! Φοβάμαι! Σε καρτερώ.. σε λαχταρώ.. Σαν είσαι εδώ, μόνο που υπάρχεις, γαληνεύω. Συναισθήματα που γιγαντώθηκαν ανεξίτηλα στο χρόνο. Είσαι εσύ! Όπως! Σα φιγούρα με γυροφέρνεις, ακούσια αφήνομαι.. Στο στροβίλισμά σου, με φέρνεις κοντά σου και στο τυφώνα σου με σπρώχνεις.
  Θέλεις να φτιάξουμε ζωγραφιές και να τις κάνουμε πίνακες σ΄ όλους τους τοίχους? Να είμαστε το σπίτι μας εμείς.. εμείς και οι σκέψεις μας, εμείς. Και να φουσκώσουμε μπαλόνια και να τ΄αφήσουμε να σεργιανάνε σ΄ όλο το σπίτι, εμείς και οι ανάσες μας. Και να βάψουμε τα χείλη μας κόκκινα και να αφήσουμε αποτυπώματα σ΄όλους τους καθρέφτες.. εμείς και τα φιλιά μας.. Και να έχουμε και μια βάρκα ξύλινη που να χωράει μόνο έναν.. εσένα κι εμένα! Και να τραβάμε λίγο κουπί και όπου μας πάει.. Και η πυξίδα σου θα είμαι εγώ, εγώ κι ο χάρτης σου. Και ο βράχος σου, εγώ να δένεις.. Πώς να σου πω πως σ΄ αγαπώ αφού η φωνή μου έκλεισε απ΄τα πολλά μου λόγια? και πως να δεις το σώμα μου να πάλλεται αφού σε περιμένω?
  Πουλιά που τρέχουνε μαζί και το καθένα χώρια.. Κλείσε τη πόρτα πίσω σου και εγώ όλα θα ανοίξω τα παράθυρα να σε κοιτώ.. Μη ξεμακρύνεις να σε βρω, να σε προλάβω.